- δαμαληφάγος
- δαμαλη-φάγος, junge Rinder fressend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαμαληφάγος — δαμαληφάγος, ο (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει ένα ολόκληρο δαμάλι μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων… … Dictionary of Greek
δαμαληφάγε — δαμαληφάγος beef eating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)